Ὑάμπολιν

Ὑάμπολιν
Ὑάμπολις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραποτάμιος — α, ο / παραποτάμιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις όχθες ποταμού («ζῷον παραποτάμιον, οὐ ποτάμιον», Αριστοτ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραποτάμια φυτά που αναπτύσσονται κοντά στις όχθες ποταμών 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ύαντες — Αρχαιότατος προελληνικός λαός. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα είχε σχέση με τον Κάδμο και τους Βοιωτούς. Ένα τμήμα τους εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Φωκίδα, όπου ίδρυσε την πόλη Υάμπολιν και ένα άλλο στην Αιτωλία …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”